μεσοφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσοφωνία θηλυκό
- (παρωχημένο, μουσικό όργανο) (φορητό) αρμόνιο
- (παρωχημένο, μουσικό όργανο) φυσαρμόνικα
- (παρωχημένο, μουσικό όργανο) ακορντεόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσοφωνία
|