μηχανοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανοκρατία οι μηχανοκρατίες
      γενική της μηχανοκρατίας των μηχανοκρατιών
    αιτιατική τη μηχανοκρατία τις μηχανοκρατίες
     κλητική μηχανοκρατία μηχανοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανοκρατία < μηχανή + -ο- + -κρατία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανοκρατία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]