μικροπαράβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροπαράβαση | οι | μικροπαραβάσεις |
γενική | της | μικροπαράβασης* | των | μικροπαραβάσεων |
αιτιατική | τη | μικροπαράβαση | τις | μικροπαραβάσεις |
κλητική | μικροπαράβαση | μικροπαραβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροπαραβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροπαράβαση θηλυκό
- (νομικός όρος) η μικρή σε σημασία ή επιπτώσεις παράβαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μικροπαραβάτης (συνήθως στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπαράβαση
|