μισογυνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισογυνισμός < μισογύν(ης) + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισογυνισμός αρσενικό
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μισογύνης