μολυβήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολυβήθρα οι μολυβήθρες
      γενική της μολυβήθρας των μολυβήθρων
    αιτιατική τη μολυβήθρα τις μολυβήθρες
     κλητική μολυβήθρα μολυβήθρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβήθρα < μολύβ(ι) + -ήθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολυβήθρα θηλυκό

  1. βαρίδι από μόλυβδο που δένεται στα δίχτυα ή την πετονιά, για να παραμένουν στον πάτο της θάλασσας
  2. βαρίδι από μόλυβδο που δένουν οι κτίστες στην άκρη ενός νήματος, ώστε να χρησιμοποιείται ως αλφάδι και να τους βοηθάει στο κτίσιμο ίσιων κατασκευών

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Και από άλλο υλικό (πχ ορείχαλκο/brass).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]