μονταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονταδόρος αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που μοντάρει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονταδόρος
|