μουζλούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουζλούκι | τα | μουζλούκια |
γενική | του | μουζλουκιού | των | μουζλουκιών |
αιτιατική | το | μουζλούκι | τα | μουζλούκια |
κλητική | μουζλούκι | μουζλούκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουζλούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική musluk (= μικρή στέρνα με στρόφιγγα) < αραβική مسلك (maslik, μονοπάτι, πέρασμα) < ρήμα سلك (salaka, ταξιδεύω, προχωρώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουζλούκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) πλυνός, μεγάλος νεροχύτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουζλούκι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Βίκτωρ Δούσμανης, Περιήλιον - Ραβένια, σελ. 368, 1932
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)