μουλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουλιάζω < μεσαιωνική ελληνική *μουλιάζω[1] [2] < *μολιάζω < υστερολατινική *molliare[1] < λατινική mollis (μαλακός)
Ρήμα
[επεξεργασία]μουλιάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουλιάζω | μούλιαζα | θα μουλιάζω | να μουλιάζω | μουλιάζοντας | |
β' ενικ. | μουλιάζεις | μούλιαζες | θα μουλιάζεις | να μουλιάζεις | μούλιαζε | |
γ' ενικ. | μουλιάζει | μούλιαζε | θα μουλιάζει | να μουλιάζει | ||
α' πληθ. | μουλιάζουμε | μουλιάζαμε | θα μουλιάζουμε | να μουλιάζουμε | ||
β' πληθ. | μουλιάζετε | μουλιάζατε | θα μουλιάζετε | να μουλιάζετε | μουλιάζετε | |
γ' πληθ. | μουλιάζουν(ε) | μούλιαζαν μουλιάζαν(ε) |
θα μουλιάζουν(ε) | να μουλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μούλιασα | θα μουλιάσω | να μουλιάσω | μουλιάσει | ||
β' ενικ. | μούλιασες | θα μουλιάσεις | να μουλιάσεις | μούλιασε | ||
γ' ενικ. | μούλιασε | θα μουλιάσει | να μουλιάσει | |||
α' πληθ. | μουλιάσαμε | θα μουλιάσουμε | να μουλιάσουμε | |||
β' πληθ. | μουλιάσατε | θα μουλιάσετε | να μουλιάσετε | μουλιάστε | ||
γ' πληθ. | μούλιασαν μουλιάσαν(ε) |
θα μουλιάσουν(ε) | να μουλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουλιάσει | είχα μουλιάσει | θα έχω μουλιάσει | να έχω μουλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουλιάσει | είχες μουλιάσει | θα έχεις μουλιάσει | να έχεις μουλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουλιάσει | είχε μουλιάσει | θα έχει μουλιάσει | να έχει μουλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουλιάσει | είχαμε μουλιάσει | θα έχουμε μουλιάσει | να έχουμε μουλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουλιάσει | είχατε μουλιάσει | θα έχετε μουλιάσει | να έχετε μουλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουλιάσει | είχαν μουλιάσει | θα έχουν μουλιάσει | να έχουν μουλιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουλιάζω
- ↑ 1,0 1,1 μουλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.