μουργέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουργέλα οι μουργέλες
      γενική της μουργέλας
    αιτιατική τη μουργέλα τις μουργέλες
     κλητική μουργέλα μουργέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουργέλα < ιταλική muriella

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουργέλα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]