Μετάβαση στο περιεχόμενο

μουσακάς

Από Βικιλεξικό
Μουσακάς και σαλάτα.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσακάς οι μουσακάδες
      γενική του μουσακά των μουσακάδων
    αιτιατική τον μουσακά τους μουσακάδες
     κλητική μουσακά μουσακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουσακάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική musakka < αραβική مسقعة‎ (musaqqa κρύο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουσακάς αρσενικό

  • φαγητό με κιμά, μελιτζάνες, πατάτες και μπεσαμέλ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]