μουσλούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουσλούκι τα μουσλούκια
      γενική του μουσλουκιού των μουσλουκιών
    αιτιατική το μουσλούκι τα μουσλούκια
     κλητική μουσλούκι μουσλούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσλούκι < τουρκική musluk

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουσλούκι θηλυκό

  • η κάνουλα της βρύσης κι η βρύση
    ※  Για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου υπήρχε το μουσλούκι, ένα μικρο δοχείο με ένα βρυσάκι, κρεμασμένο κάπου έξω στην αυλή με έναν τενεκέ κάτω από το βρυσάκι του, όπου μαζεύονταν τα σαπουνόνερα.
    Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Αλεξανδρούπολη: Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2007. σελ. 66

Μεταφράσεις[επεξεργασία]