μπαγαποντιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγαποντιά | οι | μπαγαποντιές |
γενική | της | μπαγαποντιάς | των | μπαγαποντιών |
αιτιατική | την | μπαγαποντιά | τις | μπαγαποντιές |
κλητική | μπαγαποντιά | μπαγαποντιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαγαποντιά < μπαγαμπόντης + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαγαποντιά θηλυκό
- η ιδιότητα του μπαγαπόντη
- μια πράξη ή ενέργεια ενός μπαγαπόντη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πράξη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)