μπανανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπανανιά | οι | μπανανιές |
γενική | της | μπανανιάς | των | μπανανιών |
αιτιατική | την | μπανανιά | τις | μπανανιές |
κλητική | μπανανιά | μπανανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπανανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπανανιά θηλυκό
- (φυτό) ποώδες φυτό του γένους Musa· έχει τεράστια φύλλα με μήκος έως 3 μέτρα, ευδοκιμεί σε τροπικές περιοχές, και παράγει κίτρινο καρπό, την μπανάνα
- ο «κορμός» της μπανανιάς στην πραγματικότητα πρόκειται για περίβλημα που δημιουργείται από τις βάσεις των φύλλων της
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπανανιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)