μπερντάχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπερντάχι | τα | μπερντάχια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπερντάχι | τα | μπερντάχια |
κλητική | μπερντάχι | μπερντάχια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερντάχι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική perdah) < περσική پرداخت (pardākht)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερντάχι ουδέτερο
- (προφορικό, οικείο) δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο
- ↪ Το ’φαγε το μπερντάχι του.
- ↪ Θα σου ρίξω ένα μπερντάκι ξύλο! (άλλη μορφή)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερντάχι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «μπερντάχι, μπερντάκι, περντάχι (λαϊκ.)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές[επεξεργασία]
- μπερντάχι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπερντάχι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)