μπερτίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερτίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερτίδα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) κουρτίνα ή κουνουπιέρα κρεβατιού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 451.