μπέρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπέρτα | οι | μπέρτες |
γενική | της | μπέρτας | — | |
αιτιατική | την | μπέρτα | τις | μπέρτες |
κλητική | μπέρτα | μπέρτες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπέρτα θηλυκό
- γυναικείο πανωφόρι, χωρίς μανίκια
- (μεταφορικά) ανάλογο ρούχο, που φορούν οι πελάτες κουρείων και οι πελάτισσες κομμωτηρίων
- μπέρτα κουρέματος