μπιμπλουδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιμπλουδάκι τα μπιμπλουδάκια
      γενική
    αιτιατική το μπιμπλουδάκι τα μπιμπλουδάκια
     κλητική μπιμπλουδάκι μπιμπλουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιμπλουδάκι < υποκοριστικό του μπιμπελό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιμπλουδάκι ουδέτερο

  1. το μικρό μπιμπελό
     συνώνυμα: μικροτέχνημα
  2. (μεταφορικά) λέγεται για κάθε τι που είναι μικρό και χαριτωμένο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]