μπομπότσιλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπομπότσιλο < αρωμουνική bobu (κόκκος, σπυρί) < πρωτοσλαβική *bobъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπομπότσιλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο καρπός της μπομποτσιλιάς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπομπότσιλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)