μυσταγωγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυσταγωγία < μυσταγωγώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυσταγωγία θηλυκό
- η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
- η μυστηριακή τελετή
- η έκσταση που δοκιμάζει ο θεατής ή ακροατής ενός εξαιρετικού μουσικού, θεατρικού κ.λπ. έργου καθώς και το ίδιο το έργο που έχει τη δύναμη να μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυσταγωγία