μυσταγωγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυσταγωγία οι μυσταγωγίες
      γενική της μυσταγωγίας των μυσταγωγιών
    αιτιατική τη μυσταγωγία τις μυσταγωγίες
     κλητική μυσταγωγία μυσταγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυσταγωγία < μυσταγωγώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυσταγωγία θηλυκό

  1. η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
  2. η μυστηριακή τελετή
  3. η έκσταση που δοκιμάζει ο θεατής ή ακροατής ενός εξαιρετικού μουσικού, θεατρικού κ.λπ. έργου καθώς και το ίδιο το έργο που έχει τη δύναμη να μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]