μυτιλοτοξίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυτιλοτοξίνη < μυτίλος + -ο- + τοξίνη < ελληνιστική κοινή μυτίλος + αρχαία ελληνική τόξον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυτιλοτοξίνη θηλυκό
- τοξίνη που εκκρίνεται από μυτίλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυτιλοτοξίνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)