μωράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωράκι τα μωράκια
      γενική
    αιτιατική το μωράκι τα μωράκια
     κλητική μωράκι μωράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μωράκι: υποκοριστικό του μωρό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μωράκι ουδέτερο

  1. μωρό, βρέφος
  2. τρυφερή προσφώνηση


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]