νίτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νίτρο | τα | νίτρα |
γενική | του | νίτρου | των | νίτρων |
αιτιατική | το | νίτρο | τα | νίτρα |
κλητική | νίτρο | νίτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νίτρο < αρχαία ελληνική νίτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νίτρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των νιτρικών αλάτων, των αλκαλίων και των γαιαλκαλίων, κυρίως όμως του νιτρικού καλίου και του νιτρικού νατρίου
- (ειδικότερα) τα καυστικά διαλύματα των νιτρικών αλάτων, αλκαλίων ή γαιαλκαλίων
- (αργκό) μείγμα οξειδίων του αζώτου που βελτιώνει την καύση των οχημάτων
- Βάλ'του νίτρο, θέλω να πάω με χίλια απόψε.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
νίτρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νίτρο
|