νανοαυτοκίνητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νανοαυτοκίνητο | τα | νανοαυτοκίνητα |
γενική | του | νανοαυτοκίνητου & νανοαυτοκινήτου |
των | νανοαυτοκίνητων & νανοαυτοκινήτων |
αιτιατική | το | νανοαυτοκίνητο | τα | νανοαυτοκίνητα |
κλητική | νανοαυτοκίνητο | νανοαυτοκίνητα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νανοαυτοκίνητο < νανο- + αυτοκίνητο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanorocar)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοαυτοκίνητο ουδέτερο
- (νεολογισμός) «αυτοκίνητο» σε κλίμακα νανόμετρου
- Ένα άλλο σύστημα μοριακών κινητήρων μπορούσε να σηκώνει 1.000 φορές το βάρος του, ενώ ένα άλλο σχέδιο με τέσσερις κινητήρες μπορούσε να κινείται σε μια επιφάνεια σαν νανοαυτοκίνητο. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νανόμετρο, νάνος, αυτοκίνητο, αυτός και κινώ