νανοαυτοκίνητο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανοαυτοκίνητο τα νανοαυτοκίνητα
      γενική του νανοαυτοκίνητου
νανοαυτοκινήτου
των νανοαυτοκίνητων
νανοαυτοκινήτων
    αιτιατική το νανοαυτοκίνητο τα νανοαυτοκίνητα
     κλητική νανοαυτοκίνητο νανοαυτοκίνητα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανοαυτοκίνητο < νανο- + αυτοκίνητο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanorocar)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανοαυτοκίνητο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]