νανοϋλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νανοϋλικό < νανο- + υλικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanomaterial)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοϋλικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) χημική ουσία ή υλικό σε πολύ μικρή κλίμακα (νανοκλίμακα), που η μία τουλάχιστον διάστασή του είναι από ένα έως εκατό νανόμετρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νανοϋλικό