ναυπήγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /nafˈpi.ji.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐πή‐γη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυπήγημα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) το αποτέλεσμα του ναυπηγώ, μια πλωτή κατασκευή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναυπήγημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)