ναϊάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναϊάδα οι ναϊάδες
      γενική της ναϊάδας των ναϊάδων
    αιτιατική τη ναϊάδα τις ναϊάδες
     κλητική ναϊάδα ναϊάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναϊάδα < αρχαία ελληνική Ναϊάς < νάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναϊάδα θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία) (κυρίως στον πληθυντικό) ναϊάδες: νύμφες των λιμνών και των ποταμών, που έδιναν το όνομά τους στις πηγές με τις οποίες συνδέονταν (Κρηνίδες, Ποταμίδες, Λιμνάδες ή Λιμνακίδες, Ελειονόμοι κ.λπ.)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]