νευροπαθολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροπαθολόγος < νευροπαθολογία + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuropathologist)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροπαθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) ιατρός που έχει ειδικευτεί στην νευροπαθολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροπαθολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)