νηματώδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νηματώδη
      γενική των νηματωδών
    αιτιατική τα νηματώδη
     κλητική νηματώδη
Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νηματώδη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νηματώδης < (ελληνιστική κοινήνηματώδης·[1] (λόγιο δάνειο) νεολατινική Nematoda (ταξινομικός όρος) όπως και από τη γαλλική nématodes ή την αγγλική nematodes[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νηματώδη ουδέτερο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. νηματώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νηματώδειςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)