νησάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νησάκι | τα | νησάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | νησάκι | τα | νησάκια |
κλητική | νησάκι | νησάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νησάκι < νησ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νησάκι ουδέτερο
- μικρό νησί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νησάκι