νυκτερίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | νυκτερίς | νυκτερίδε | νυκτερίδες |
Γενική | νυκτερίδος | νυκτερίδοιν | νυκτερίδων |
Δοτική | νυκτερίδι | νυκτερίδοιν | νυκτερίσι(ν) |
Αιτιατική | νυκτερίδα | νυκτερίδε | νυκτερίδας |
Κλητική | νυκτερίς | νυκτερίδε | νυκτερίδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυκτερίς < νύκτερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυκτερίς θηλυκό