ξέβγασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέβγασμα τα ξεβγάσματα
      γενική του ξεβγάσματος των ξεβγασμάτων
    αιτιατική το ξέβγασμα τα ξεβγάσματα
     κλητική ξέβγασμα ξεβγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέβγασμα < ξεβγάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξέβγασμα ουδέτερο

  1. ξεπλένω τα ρούχα με νερό να φύγουν οι σαπουνάδες
  2. συνοδεύω κάποιον που επισκέφθηκε το σπίτι ή το γραφείο μου μέχρι και έξω από την πόρτα, συχνά έως το δρόμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]