ξέβγασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέβγασμα < ξεβγάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέβγασμα ουδέτερο
- ξεπλένω τα ρούχα με νερό να φύγουν οι σαπουνάδες
- συνοδεύω κάποιον που επισκέφθηκε το σπίτι ή το γραφείο μου μέχρι και έξω από την πόρτα, συχνά έως το δρόμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέβγασμα
|