ξεχείριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχείριασμα < ξεχειριάζω + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈxiɾ.ʝa.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεχείριασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχειριάζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχείριασμα
|