ξημαρισιά
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξημαρισιά < ξημαρίζω < εκ + μεσαιωνική ελληνική μαγαρίζω (λερώνω) < εκ + αρχαία ελληνική μεγαρίζω (αποδίδω τιμή στους θεούς κάνοντας την τελετή με τα Μέγαρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξημαρισιά θηλυκό