ξυλολέβητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλολέβητας αρσενικό
- λέβητας, μέσα στον οποίο καίγεται ξύλο, προκειμένου να παραχθεί ζεστό νερό που χρειάζεται σε κάποιο κύκλωμα θέρμανσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλολέβητας