ξυλολέβητας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλολέβητας αρσενικό
- λέβητας, μέσα στον οποίο καίγεται ξύλο, προκειμένου να παραχθεί ζεστό νερό που χρειάζεται σε κάποιο κύκλωμα θέρμανσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλολέβητας