Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξυλολέβητας

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλολέβητας οι ξυλολέβητες
      γενική του ξυλολέβητα των ξυλολεβήτων
    αιτιατική τον ξυλολέβητα τους ξυλολέβητες
     κλητική ξυλολέβητα ξυλολέβητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλολέβητας < ξυλο- + λέβητας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξυλολέβητας αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]