ξυνόδεντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυνόδεντρο τα ξυνόδεντρα
      γενική του ξυνόδεντρου των ξυνόδεντρων
    αιτιατική το ξυνόδεντρο τα ξυνόδεντρα
     κλητική ξυνόδεντρο ξυνόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυνόδεντρο < ξυν(ός) + -ό- + δέντρο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈno.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐νό‐δε‐ντρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυνόδεντρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]