ομοουσιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοουσιότητα < ελληνιστική κοινή ὁμοουσιότης < ὁμοούσιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοουσιότητα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Consubstantiality στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοουσιότητα