ομοούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοούσιος < ελληνιστική
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοούσιος
- (θεολογία, για την Αγία Τριάδα) που έχει την ίδια ουσία, την ίδια φύση
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό, για τον Τριαδικό Θεό) η μία και κοινή ουσία, η ταυτότητα της ουσίας
- το ομοούσιον της θεότητος και της άγιας Τριάδος το τρισυπόστατον (Κύριλλ. Κων/π. 371).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοούσιος