οξοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οξοποιός | οι | οξοποιοί |
γενική | του/της | οξοποιού | των | οξοποιών |
αιτιατική | τον/την | οξοποιό | τους/τις | οξοποιούς |
κλητική | οξοποιέ | οξοποιοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξοποιός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξοποιός
|