οργάντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργάντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική organza < γαλλική organdi < Urgench / Урганч / گرگانج (πόλη στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, όπου κατασκευάζονταν τέτοια υφάσματα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργάντζα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργάντζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)