ορθοδοξοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοδοξοποίηση | οι | ορθοδοξοποιήσεις |
γενική | της | ορθοδοξοποίησης* | των | ορθοδοξοποιήσεων |
αιτιατική | την | ορθοδοξοποίηση | τις | ορθοδοξοποιήσεις |
κλητική | ορθοδοξοποίηση | ορθοδοξοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθοδοξοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοδοξοποίηση θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοδοξοποίηση
|