ορυκτέλαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορυκτέλαιο τα ορυκτέλαια
      γενική του ορυκτέλαιου των ορυκτέλαιων
    αιτιατική το ορυκτέλαιο τα ορυκτέλαια
     κλητική ορυκτέλαιο ορυκτέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορυκτέλαιο < ορυκτ(ός) + -έλαιο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mineral oil[1] → δείτε τις λέξεις mineral και oil

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορυκτέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]