οστεοσκλήρυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οστεοσκλήρυνση | οι | οστεοσκληρύνσεις |
γενική | της | οστεοσκλήρυνσης* | των | οστεοσκληρύνσεων |
αιτιατική | την | οστεοσκλήρυνση | τις | οστεοσκληρύνσεις |
κλητική | οστεοσκλήρυνση | οστεοσκληρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεοσκληρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστεοσκλήρυνση < οστεο- + σκλήρυνση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ostéosclérose[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική osteosclerosis[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οστεοσκλήρυνση θηλυκό
- (ιατρική) αύξηση της οστικής πυκνότητας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Osteosclerosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οστεοσκλήρυνση
- ↑ 1,0 1,1 οστεοσκλήρυνση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οστεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)