πίσσωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πίσσωσῐς αἱ πισσώσεις
      γενική τῆς πισσώσεως τῶν πισσώσεων
      δοτική τῇ πισσώσει ταῖς πισσώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πίσσωσῐν τὰς πισσώσεις
     κλητική ! πίσσωσῐ πισσώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πισσώσει
γεν-δοτ τοῖν  πισσωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίσσωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίσσωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]