παγετωνολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγετωνολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγετωνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, γεωλογία) γεωλόγος με ειδίκευση στην παγετωνολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παγετώνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγετωνολόγος