παλαιότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλαιότης αἱ παλαιότητες
      γενική τῆς παλαιότητος τῶν παλαιοτήτων
      δοτική τῇ παλαιότητ ταῖς παλαιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν παλαιότητ τὰς παλαιότητᾰς
     κλητική ! παλαιότης παλαιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλαιότητε
γεν-δοτ τοῖν  παλαιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλαιότης < παλαιό(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλαιότης θηλυκό