παναραβίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παναραβίστρια < παναραβισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.na.ɾaˈvi.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐να‐ρα‐βί‐στρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παναραβίστρια θηλυκό
- θηλυκό του παναραβιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παναραβιστής
παναραβίστρια
|