πανομοιοτυπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανομοιοτυπία οι πανομοιοτυπίες
      γενική της πανομοιοτυπίας των πανομοιοτυπιών
    αιτιατική την πανομοιοτυπία τις πανομοιοτυπίες
     κλητική πανομοιοτυπία πανομοιοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανομοιοτυπία < παν- + ομοιο- + -τυπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανομοιοτυπία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]