πανομοιοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανομοιοτυπία < παν- + ομοιο- + -τυπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανομοιοτυπία θηλυκό
- (νεολογισμός) πανομοιότυπο, πιστό αντίγραφο πχ. CD, DVD.
- απόλυτη/κατά γράμμα μεταφορά-καταγραφή-απεικόνιση δεδομένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανομοιοτυπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομοιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τυπία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)