παντουρκισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντουρκισμός οι παντουρκισμοί
      γενική του παντουρκισμού των παντουρκισμών
    αιτιατική τον παντουρκισμό τους παντουρκισμούς
     κλητική παντουρκισμέ παντουρκισμοί
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντουρκισμός < παν- + τουρκισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pan.tur.kiˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντουρκισμός αρσενικό

  • πολιτικό εθνικιστικό δόγμα που τονίζει τα κοινά στοιχεία των τουρκόφωνων λαών και επιδιώκει την ένωσή τους και επομένως την αύξηση της ισχύος τους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]