παπαρουνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπαρουνί | τα | παπαρουνιά |
γενική | του | παπαρουνιού | των | παπαρουνιών |
αιτιατική | το | παπαρουνί | τα | παπαρουνιά |
κλητική | παπαρουνί | παπαρουνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπαρουνί < παπαρουνής + -ί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπαρουνί ουδέτερο
- το χρώμα της παπαρούνας, έντονο κόκκινο χρώμα ανακατεμένο με πορτοκαλί
παπαρουνί (χρώμα):
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παπαρούνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- παπαρουνί - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)