παποσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παποσύνη οι παποσύνες
      γενική της παποσύνης των (παποσυνών)
    αιτιατική την παποσύνη τις παποσύνες
     κλητική παποσύνη παποσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παποσύνη < παπ(ας) + -οσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παποσύνη θηλυκό

  1. το αξίωμα του πάπα της Ρώμης
     συνώνυμα: παπισμός
  2. οι πάπες της Ρώμης ως σύνολο
  3. (συνεκδοχικά) η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]